Οι ναζί κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, πέραν από τις κλοπές και λεηλασίες έργων τέχνης από όλη την Ευρώπη, κατέστρεφαν μνημεία ή και πολιτιστικά αγαθά, είτε γιατί δεν άρεσαν στον Χίτλερ, είτε για να «σπάσουν» το ηθικό των ανθρώπων των χωρών που κατακτούσαν. Και πώς θα μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση, κατά την περίοδο της γερμανικής κατοχής, η Ελλάδα με τόσους αρχαιολογικούς χώρους και μουσεία, όπου εκτός από ζημιές, λεηλασίες και κλοπές, σε αρκετές περιπτώσεις προχώρησαν σε παράνομες ανασκαφές, επιστρατεύοντας ειδικούς επί των εν λόγω θεμάτων.
Εκτός από τις ηρωικές και γεμάτες αυταπάρνηση μάχες στα οχυρά, πολλαπλές «μάχες» δόθηκαν και για την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς της χώρας, για να μην πέσουν στα χέρια του τριπλού στρατού κατοχής και να προστατευτούν από βομβαρδισμούς και πολεμικές επιχειρήσεις, οι αναρίθμητοι πολιτιστικοί θησαυροί.
Λόγω των περιορισμένων μέσων της εποχής και των δυσκολιών που παρατηρούνταν για να μεταφερθούν εκτός μουσείων ή αρχαιολογικών χώρων όλα τα εκθέματα, αλλά και του περιορισμένου χρόνου που υπήρχε πριν την εισβολή του εχθρού στη χώρα, κάποια από αυτά κρύφτηκαν σε σπηλιές ή κρύπτες, ενώ οι έφοροι ορισμένων μουσείων προχώρησαν στη δημιουργία ορυγμάτων, κάτω από τα δάπεδα των μουσείων, για να μπορέσουν να τα κρύψουν μέσα στη γη.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, όπου έξι μήνες πριν την είσοδο των γερμανικών στρατευμάτων στην Αθήνα, άρχισε ένας αγώνας προστασίας για τον πολύτιμο «θησαυρό» του μεγαλύτερου μουσείου της χώρας. Οι αρμόδιοι στην προσπάθεια τους να προστατεύσουν τα σημαντικά εκθέματα του μουσείου, και βλέποντας ότι δεν υπήρχε ο χρόνος για δημιουργία ειδικού καταφυγίου για ασφαλή τοποθέτηση και φύλαξη τους, προχώρησαν, με τη βοήθεια εθελοντών, σε κατάχωση και απόκρυψη σε βαθιά ορύγματα των αγαλμάτων, και εγκιβωτιμό άλλων εκθεμάτων, μαζί με τους πολύτιμους καταλόγους καταγραφής και τεκμηρίωσης των αρχαιοτήτων του Μουσείου. Μέρος των κιβωτίων τα οποία περιείχαν τα χρυσά και άλλα πολύτιμα ευρήματα των Μυκηνών, παραδοθήκαν στον γενικό ταμία της Τράπεζας της Ελλάδος, στο κεντρικό κατάστημα της τράπεζας, ενώ υπογράφηκε πρωτόκολλο παράδοσης και παραλαβής των ξύλινων κιβωτίων.
Στα χρόνια που ακολούθησαν, έγινε προσπάθεια από τους αρμοδίους για καταγραφή των όσων παρανόμως απομακρύνθηκαν από τη χώρα, χωρίς ωστόσο να μπορεί να καταστεί δυνατή η πλήρης καταγραφή τους, προβληματική που συναντάται στις πλείστες, αν όχι σε όλες τις περιπτώσεις διακίνησης και πώλησης πολιτιστικών αγαθών.
Σε μία περίοδο που οι συγκρούσεις και οι πόλεμοι συνεχίζουν με μεγάλη ένταση και διάρκεια σε αρκετά μέρη του πλανήτη, είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι οι ζημιές και οι λεηλασίες στα πολιτιστικά αγαθά ασχέτως του είδους του αγαθού ή σε ποιο λαό ανήκουν, βλάπτουν την πολιτιστική κληρονομιά ολόκληρης της ανθρωπότητας, καθώς κάθε λαός συμβάλλει στην κουλτούρα του κόσμου.
Προστασία πολιτιστικών αγαθών: γιατί απασχολεί το θέμα και ποια η ευρύτερη προβληματική της προστασίας τους;
Στις 13 Δεκεμβρίου 2018 η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ υιοθέτησε ομόφωνα απόφαση περί «επιστροφής ή απόδοσης πολιτιστικών αγαθών στις χώρες προέλευσης» η οποία εστιάζει στην υποχρέωση των κρατών να καταπολεμήσουν την παράνομη διακίνηση πολιτιστικών αγαθών τόσο σε καιρό ειρήνης όσο και σε καιρό πολέμου, να προστατεύσουν την πολιτιστική κληρονομιά λαμβάνοντας τα απαραίτητα μέτρα προστασίας, αλλά και να επιστρέψουν κλεμμένα ή παρανόμως διακινηθέντα πολιτιστικά αγαθά στις χώρες προέλευσης τους.[1]
Η Σύμβασης της Χάγης[2] περί προστασίας των πολιτιστικών αγαθών, στο προοίμιο της αναγνωρίζει ότι οι ζημιές στα πολιτιστικά αγαθά ασχέτως σε ποιο λαό ανήκουν, βλάπτουν την πολιτιστική κληρονομιά ολόκληρης της ανθρωπότητας, καθώς κάθε λαός συμβάλλει στην κουλτούρα του κόσμου, θεωρώντας ότι η διατήρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς έχει μεγάλη σημασία για όλους τους λαούς του κόσμου και επομένως είναι σημαντικό αυτή η κληρονομιά να λάβει διεθνή προστασία ανεξαιρέτως των πολιτιστικών αγαθών έκαστου λαού[3].
Πέραν από τους ιστορικούς, καλλιτεχνικούς και επιστημονικούς λόγους που μοιάζουν αυτονόητοι αφού με την απώλεια πολιτιστικών αγαθών ταυτόχρονα υπάρχει απώλεια σημαντικών γνώσεων σε τομείς όπως η αρχαιολογία, η ανθρωπολογία και η τέχνη, υπό την ευρεία της έννοια, το θέμα της προστασίας των πολιτιστικών αγαθών απασχολεί και, κατά την άποψη μας, πρέπει να απασχολεί, πέραν από το νομικό και πολιτικό κόσμο, και τους ίδιους τους πολίτες, τον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά, είτε προέρχεται από κράτος-εισαγωγέα[4] είτε από κράτος-ακούσια εξαγωγέα[5], για πλήθος λόγων.
Καταρχάς υπάρχει αριθμός αρκούντως σοβαρών υποθέσεων διεκδικήσεως παγκόσμιου ενδιαφέροντος από πλευράς σπουδαιότητας και μοναδικότητας του αγαθού, οι οποίες παρά τα χρόνια που τυγχάνουν χειρισμού ή διαβουλεύσεων, δυστυχώς συνεχίζουν, ως τις μέρες μας, να εκκρεμούν για λόγους, μεταξύ άλλων, πολιτικούς, διπλωματικούς, νομικούς, οικονομικούς. Από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα, αποτελεί η περίπτωση των Μαρμάρων του Παρθενώνα η οποία παρά το ότι έχουν παρέλθει σχεδόν δύο αιώνες από την πρώτη νύξη για επιστροφή τους[6], εντούτοις μέχρι σήμερα, δεν έχει βρεθεί μία δίκαιη και λειτουργική λύση μεταξύ δύο κρατών. Το γεγονός ότι το ζήτημα των Μαρμάρων βρίσκεται σταθερά από το 1987 στην ημερήσια διάταξη κάθε διάσκεψης της Διακυβερνητικής Επιτροπής της Unesco για την προώθηση της επιστροφής πολιτιστικών αγαθών στις χώρες προέλευσής τους ή τον επαναπατρισμό τους σε περίπτωση παράνομης κτήσης[7], δείχνει ακριβώς τόσο την αδυναμία επίλυσης της διαφοράς αλλά και τη σημαντικότητα του αγαθού.
Η ανομοιομορφία στον τρόπο σύστασης ενός μουσείου στα διάφορα κράτη[8] και κατ΄ επέκταση στις πρόνοιες που διέπουν τη λειτουργία τους, το αν η κυριότητα πολιτιστικού αγαθού που εκλάπη ή εξήχθη παράνομα μπορεί να αποκτηθεί σε άλλη χώρα με μεταβίβαση ή χρησικτησία,[9] αλλά και το γεγονός ότι εθνικές νομοθεσίες, όπως οι περιπτώσεις της Ελβετίας και του Ηνωμένου Βασιλείου, διευκολύνουν και «νομιμοποιούν» τέτοιο εμπόριο[10], είναι μερικά ακόμη από τα προβλήματα που συναντώνται.
Μουσεία της Δύσης, παρά τη δέσμευση τους στον Κώδικα Δεοντολογίας του ICΟΜ[11] ο οποίος για τις διαφορές που προκύπτουν ορίζει ρητώς την υποχρέωση πλήρους συμμόρφωσης με τις υπάρχουσες διεθνείς συμβάσεις[12], παραδοσιακά προβάλουν αντίσταση σε εκκλήσεις επιστροφής αντικειμένων στις χώρες προέλευσής τους, τονίζοντας ως επιχειρήματα την έλλειψη απαραίτητων πόρων των χωρών αυτών για φροντίδα των έργων, τη συμβολή τους στην παγκόσμια ροή τέχνης, αλλά και την από μέρους τους παροχή πρόσβασης στην τέχνη σε όλους τους ανθρώπους.
Δειλά-δειλά παρατηρείται αυξητική τάση στις απαιτήσεις απόδοσης ή επιστροφής πολιτιστικών αγαθών, και εύλογα προκύπτει το ερώτημα πώς θα τύχουν χειρισμού όλες αυτές οι περιπτώσεις, πώς θα οδηγηθούμε όχι μόνο σε ένα θετικό αποτέλεσμα αλλά και σε χωρίς καθυστέρηση επίλυση, αφού εμπλέκονται διαφορετικά εθνικά δίκαια, διαφορετικές εννοιολογικές ερμηνείες και προσεγγίσεις επί των σχετικών θεμάτων, αλλά κυρίως διαφορετικές δυναμικές μουσείων ή και κρατών; Εκτιμάται ότι το 90% της πολιτιστικής κληρονομιάς των χωρών της Αφρικής βρίσκεται σήμερα στην Ευρώπη[13], μόνο στο Μουσείο Quai Branly στο Παρίσι υπάρχουν περί τα 70.000 αντικείμενα, ενώ άλλα τόσα στο Βρετανικό Μουσείο, άρα ποια λύση θα υιοθετηθεί έτσι ώστε να υπάρχει δίκαιη έκβαση των αιτημάτων, χωρίς ταυτόχρονα να αδειάσουν οι αίθουσες των μεγάλων μουσείων;
Η ανάγκη κάλυψης των κενών στην προστασία των πολιτιστικών αγαθών και κατ΄ επέκταση η ανάγκη ενασχόλησης με το θέμα αυτό, γίνεται ακόμη πιο επιτακτική αν αναλογιστεί κανείς το διεθνές φαινόμενο[14] της αρχαιοκαπηλίας και του παράνομου εμπορίου αρχαιοτήτων, το οποίο δυστυχώς όπως δείχνουν τα νούμερα της κερδοφορίας αλλά και οι τόσες λαθραίες ανασκαφές, αρπαγές και διακινήσεις αγαθών, δεν αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά. Με βάση εκτιμήσεις της Interpol και της Unesco, η κερδοφορία από την παράνομη πώληση πολιτιστικών αγαθών φτάνει τον τζίρο από την πώληση ναρκωτικών, όπλων και προϊόντων που παραβιάζουν δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας.[15] Βλέποντας κανείς τα χρηματικά ποσά από τη δραστηριότητα αυτή, τα οποία προκαλούν ίλιγγο[16], συνειδητοποιεί από τη μία τη διαχρονική αξία των πολιτιστικών αγαθών ασχέτως τεχνοτροπίας ή και προελεύσεως, και από την άλλη την ανάγκη, το δίχως άλλο, για εξεύρεση καθολικής αντιμετώπισης του εν λόγω ζητήματος το οποίο συνιστά μορφή οργανωμένου εγκλήματος με διεθνή δικτύωση[17].
Μέσα από τα ανωτέρω γίνεται αμέσως αντιληπτή η προβληματική που παρουσιάζεται τόσο με τη φυσική όσο και με τη διεθνή νομική προστασία των πολιτιστικών αγαθών η οποία στην πραγματικότητα είναι πολύ δύσκολη[18].
Η προστασία των πολιτιστικών αγαθών κατά την άποψη μας αποτελεί κάτι «ζωντανό», και όπως κάθε ζωντανός «οργανισμός» εξελίσσεται, διαφοροποιείται, προσαρμόζεται και αλλάζει, και ίσως μέσα στο πλαίσιο αυτό να κρύβεται η λύση, προσαρμοζόμενη στις απαιτήσεις των καιρών μας με πλήρη αποβολή αποικιοκρατικών και κατακτητικών αντιλήψεων, «εναρμόνιση» με τις συνθήκες για σεβασμό και προστασία των ανθρώπινων δικαιωμάτων, γιατί όχι και του «ανθρώπινου δικαιώματος» απόλαυσης ενός αρτιωμένου μνημείου ή έργου στον τόπο καταγωγής του.
[1]Βλ.https://www.in.gr/2018/12/21/culture/istoriki-apofasi-oie-enisxyei-aitima-gia-epistrofi-ton-glypton-tou-parthenona/, τελευταία ημερομηνία επισκέψεως: 9/7/2022
[2] Βλ. Convention for the Protection of Cultural Property in the Event of Armed Conflict with Regulations for the Execution of the Convention 1954, υπογράφηκε στη Χάγη στις 14 Μαΐου 1954
[3] Βλ. Σ. Πολίτη, «Τα Πολιτιστικά Αγαθά, οι Ένοπλες Συρράξεις και το Διεθνές Δίκαιο» στο Αίνος Μνήμης Καθηγητού Ηλία Κρίση [2015] 1η έκδοση Sakkoulas-OnLine.gr 298
[4] Βλ. Ελίνας Ν. Μουσταϊρα, Συγκριτικό Δίκαιο και Πολιτιστικά Αγαθά, (Νομική Βιβλιοθήκη, 2012) 37.
[5] Ibid, 37.
[6] Βλ. www.liberal.gr/sh/122946, από τον βασιλιά Όθωνα το 1836.
[7] Βλ. https://www.naftemporiki.gr/story/710543/epistoli-tis-unesco-gia-ta-marmara-tou-parthenona, τελευταία ημερομηνία επισκέψεως: 9/7/2022.
[8] Σε ορισμένες χώρες οι βασικοί κανόνες ορίζονται με νόμο ή με κυβερνητικές αποφάσεις. Σε άλλες, τόσο οι κατευθυντήριες οδηγίες ως προς τις ελάχιστες επαγγελματικές προδιαγραφές όσο και η αξιολόγησή τους μπορούν να παρέχoνται με τη μορφή «πιστοποίησης», «εγγραφής σε μητρώο» ή με άλλα παρόμοια συστήματα αξιολόγησης.
[9] Βλ. Ε. Βασιλάκη/ Α. Γραμματικάκη-Αλεξίου/ Ζ. Παπασίωπη-Πασιά, «Πολιτιστικά αγαθά» στο Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο [2012] 5η έκδοση Sakkoulas-OnLine.gr 365.
[10] Βλ. Ε. Μουσταϊρα, «Η πληγείσα λόγω της διαρπαγής πολιτιστικών αγαθών ταυτότητα της Κύπρου ζητά αποκατάσταση» στο Δίκαιο του Κυπριακού Ζητήματος [2014] 1η έκδοση, Sakkoulas-OnLine.gr 116.
[11]Βλ. Κώδικας δεοντολογίας του ICOM (International Council of Museums) για τα Μουσεία, ελληνική έκδοση Αθήνα 2009.
[12]Βλ. Σύμβαση για την Προστασία των Πολιτιστικών Αγαθών σε περίπτωση Ένοπλης Σύρραξης (Σύμβαση της Χάγης, Πρώτο Πρωτόκολλο, 1954, και Δεύτερο Πρωτόκολλο, 1999). Σύμβαση για τα Μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται για την Απαγόρευση και Παρεμπόδιση της Παράνομης Εισαγωγής, Εξαγωγής και Μεταβίβασης της κυριότητας των Πολιτιστικών Αγαθών (UNESCO 1970) Σύμβαση για τα Πολιτιστικά Αγαθά που έχουν κλαπεί ή παρανόμως εξαχθεί (UNIDROIT 1995)
[13]Βλ. http://www.kathimerini.gr/996765/article/epikairothta/kosmos/h-gallia-epistrefei-sto-mpenin-26-lehlathmena-erga-texnhs, τελευταία ημερομηνία επισκέψεως: 9/7/2022
[14]Βλ. Α. Μανιάτη, «Μέτρα Προστασίας των Πολιτιστικών Αγαθών» σε ΕλλΔνη 3/2013, Sakkoulas-OnLine.gr 681.
[15]Βλ. Regulating imports of cultural goods, European Parliament, 2018, The Fight against the Illicit Trafficking of Cultural Objects, The 1970 Convention: Pat and Future, UNESCO.
[16]Βλ. Ε. Μουσταϊρα, «Η πληγείσα λόγω της διαρπαγής πολιτιστικών αγαθών ταυτότητα της Κύπρου ζητά αποκατάσταση» στο Δίκαιο του Κυπριακού Ζητήματος [2014] 1η έκδοση, Sakkoulas-OnLine.gr 115.
[17]Βλ. Α. Μανιάτη, «Μέτρα Προστασίας των Πολιτιστικών Αγαθών» σε ΕλλΔνη 3/2013, Sakkoulas-OnLine.gr 683.
[18]Βλ. Ε. Βασιλάκη/ Α. Γραμματικάκη-Αλεξίου/ Ζ. Παπασίωπη-Πασιά, «Πολιτιστικά αγαθά» στο Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο [2012] 5η έκδοση Sakkoulas-OnLine.gr 365.